- μπερεκέτι
- το-ιού (λ. τουρκ.), μεγάλη αφθονία στη σοδειά, τα πλούτη: Πήραμε μπερεκέτι φέτος από τα σπαρτά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπερεκέτι — και μπερικέτι και μπερκέτι, το αφθονία αγαθών, μεγάλος πλούτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bereket] … Dictionary of Greek
μπερ(ε)κετλίδικος — η, ο θηλ. και ία αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μπερεκέτι, αυτός που υπάρχει σε αφθονία, πλούσιος, μπόλικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπερεκετλής + κατάλ. ίδικος … Dictionary of Greek
μπερκέτι — το βλ. μπερεκέτι … Dictionary of Greek
berechet — BERECHÉT, (1, 2) berecheturi, s.n., (3, 4) berecheţi, s.m. (reg.) 1. S. n. Belşug, abundenţă. ♦ (Adverbial; sens curent) Din belşug, din abundenţă. 2. S. n. Noroc, prosperitate (neaşteptată). 3. s.m. (ir.) Om care aduce belşug, noroc. 4. s.m. Om… … Dicționar Român